- εκτελεστός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να εκτελεστεί («η απόφαση είναι εκτελεστή»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκτελεστός — ή, ό που μπορεί να εκτελεστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek